μεταμόσχευση

μεταμόσχευση
Χειρουργική διαδικασία, κατά την οποία όργανο ή ιστός αφαιρείται και αντικαθίσταται από αντίστοιχο όργανο ή ιστό, προερχόμενο από άλλο μέρος του σώματος ή από άλλο άτομο. Όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται στο ίδιο άτομο από τη μια θέση σε μια άλλη πρόκειται για αυτοπλαστικό μόσχευμα, για ομοιοπλαστικό, όταν το μόσχευμα μεταφέρεται από ένα άτομο σε ένα άλλο του αυτού είδους και για ετεροπλαστικό, όταν η μ. συντελείται μεταξύ οργανισμών διαφορετικού είδους. Εφόσον ο ιστός ή το όργανο που μεταμοσχεύτηκε συνεχίζει να ζει στη νέα του θέση, επιτελώντας τις λειτουργίες του, η μ. θεωρείται πετυχημένη. Η δυνατότητα επιτυχίας εξαρτάται απόλυτα από την ανοχή του δέκτη να θεωρήσει το μόσχευμα ως δικό του και όχι ως ξένο, γεγονός που συμβαίνει μόνο στην περίπτωση των αυτοπλαστικών μοσχευμάτων, καθώς και με τα μοσχεύματα που λήφθηκαν από μονογενή δίδυμο αδερφό. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ο δέκτης οργανισμός αναγνωρίζει ως ξένο σώμα το μόσχευμα και προσπαθεί να το απομακρύνει, δηλαδή να το απορρίψει. Η απόρριψη του μοσχεύματος γίνεται με ανοσοβιολογικό μηχανισμό ως αντίδραση βραδείας υπερευαισθησίας. Η μ. αποτελεί σπουδαίο θεραπευτικό μέσο στη σύγχρονη εποχή, αφού πλέον διεξάγονται επιτυχώς μ. κερατοειδούς για θεραπεία τύφλωσης και οστών για θεραπεία παθήσεων του σκελετού. Με υψηλά ποσοστά επιτυχίας τελούνται και οι μ. νεφρού, ενώ οι μ. καρδιάς βρίσκονται ακόμα σε στάδιο εξέλιξης, παρά τις σημαντικές επιτυχίες. Η ένταση της αντίδρασης απόρριψης εξαρτάται από το μέγεθος της αντιγονικής διαφοράς ιστοσυμβατότητας που αναπτύσσεται μεταξύ δότη και δέκτη. Η προφύλαξη από τις έντονες αντιδράσεις απόρριψης επιτυγχάνεται από τη μια με την εκλογή του πιο κατάλληλου δότη, και ως τέτοιοι προτιμούνται στενοί συγγενείς μετά από δοκιμές ιστοσυμβατότητας, και από την άλλη με διάφορα θεραπευτικά μέσα, όπως είναι η ακτινοβολία, η χορήγηση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων και αντιλεμφοκυτταρικού ορού. Με την αγωγή της καταστολής της ανοσολογικής αντίδρασης, ο ασθενής γίνεται πολύ ευπαθής σε λοιμώξεις και ο θάνατος επέρχεται συνήθως από μικροβιακή, ιογενή ή μυκητιακή λοίμωξη. Οι κυριότερες κατηγορίες μ. είναι: 1) Του δέρματος. Μεταφορά τμήματος του δέρματος από ένα μέρος του σώματος σε άλλο για να αναγεννηθούν τμήματά του, συνήθως μετά από σοβαρά εγκαύματα. 2) Του εμβρυϊκού ιστού. Πειραματική θεραπεία κατά την οποία κύτταρα, που λαμβάνονται από ένα έμβρυο που αποβλήθηκε με έκτρωση, εμφυτεύονται στον εγκέφαλο ατόμου με εκφυλιστική διαταραχή εγκεφάλου, όπως η νόσος του Πάρκινσον. 3) Της καρδιάς. Χειρουργική επέμβαση αντικατάστασης της καρδιάς. Εφαρμόζεται σε ασθενείς που πάσχουν από εκτεταμένη απώλεια λειτουργικού καρδιακού μυός, λόγω επανειλημμένων εμφραγμάτων του μυοκαρδίου ή μυοκαρδιοπάθειας, αφού έχουν πριν δοκιμαστεί άλλες φαρμακευτικές και χειρουργικές μέθοδοι χωρίς επιτυχία. Η επέμβαση αυτή δεν συνιστάται σε άτομα άνω των 55 ετών και σε πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη, ηπατικές ή νεφρικές διαταραχές, νεοπλασία, ή σοβαρή λοίμωξη. Προϋποθέτει τη παραχώρηση καρδιάς από δότη, του οποίου η ομάδα αίματος να είναι ίδια με του δέκτη, καθώς και να ταιριάζουν και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά των ιστών τους, γνωστά ως αντιγόνα ιστοσυμβατότητας. Περίπου το 80% όσων υποβάλλονται σε μεταμόσχευση καρδιάς επιζούν για περισσότερα από πέντε έτη, αλλά η επέμβαση εξακολουθεί να περιέχει σοβαρούς κινδύνους, με κυριότερο την απόρριψη του μοσχεύματος. 4) Του κερατοειδούς. Μεταμόσχευση υγιούς ιστού από τον κερατοειδή ματιού ενός δωρητή για την αποκατάσταση ασθενούς κερατοειδή. 5) Του μυελού οστών. Πρόκειται για έγχυση μυελού οστών από έναν υγιή δωρητή για την αντικατάσταση του πάσχοντος μυελού αιματολογικού ασθενούς. 6) Του οστού. Χειρουργική διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται ένα κομμάτι οστού από ένα μέρος του σώματος για την αποκατάσταση πάσχοντος οστού σε κάποιο άλλο σημείο. 7) Του νεφρού, που εφαρμόζεται για χρόνια με μεγάλη επιτυχία σε ασθενείς με προχωρημένη νεφρική ανεπάρκεια. 8) Του ήπατος και του παγκρέατος. Η πρώτη μεταμόσχευση νεφρού έγινε στις ΗΠΑ το 1954 και καρδιάς στη Νότια Αφρική το 1967. Τόσο η μ. του κερατοειδούς όσο και της καρδιάς απαιτούν να είναι νεκρός ο δότης, ενώ όργανα που υπάρχουν διπλά, όπως οι νεφροί, καθώς και όργανα μεγάλα ή με αναγεννητική ικανότητα, όπως δέρμα, έντερο, πνεύμονας, ήπαρ μπορεί να ληφθούν από ζωντανό δότη. Καθώς η ιατρική προοδεύει και η ζήτηση οργάνων αυξάνεται, τίθεται θέμα επαναξιολόγησης του βιολογικού και νομικού ορισμού του θανάτου, καθώς και διεύρυνση της ενημέρωσης σχετικά με τον θεσμό της δωρεάς οργάνων. Η επιστήμη εξακολουθεί να ερευνά στην κατεύθυνση της αναστολής της απόρριψης και της θεραπευτικής κλωνοποίησης, στοχεύοντας στην ανάπτυξη οργάνων για μεταμόσχευση από πολυδύναμα εμβρυϊκά κύτταρα.
* * *
η (Α μεταμόσχευσις) [μεταμοσχεύω]
(για φυτό) είδος εμβολιασμού κατά τον οποίο προσκολλάται οφθαλμοφόρος βλαστός ενός φυτού σε άλλο συγγενές ή εμφυτεύεται ο βλαστός αυτός με σκοπό τη δημιουργία νέου φυτού
νεοελλ.
ιατρ.
1. η μεταφορά με εγχείρηση ενός ιστού από ένα σημείο τού σώματος σε άλλο ή από ένα άτομο σε άλλο τού ίδιου ή άλλου είδους («μεταμόσχευση νεφρού»)
2. (ιατρ.-ζωοτ.) μέθοδος τεχνητής αναπαραγωγής κατά την οποία λαμβάνεται, μετά τη γονιμοποίηση, έμβρυο από το γεννητικό σύστημα γυναίκας ή θηλυκού ζώου και εμφυτεύεται στο γεννητικό σύστημα άλλης, όπου και αναπτύσσεται μέχρι τη γέννησή του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεταμόσχευση — η 1. εμβολιασμός φυτού: Έκανα μεταμόσχευση στα αμπέλια. 2. η μεταφορά οργάνου ή οργάνων από ένα άτομο σε άλλο ή από ένα τμήμα του σώματος σε άλλο του ίδιου σώματος: Μεταμόσχευση νεφρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • δότης — Αυτός που δίνει κάτι, ο ευεργέτης, ο χορηγητής. (Βιολ.) Ζώο ή φυτό που δίνει το μόσχευμα σε περίπτωση μεταμόσχευσης ή το εμβόλιο σε περίπτωση εμβολιασμού. (Ιατρ.) To άτομο που δίνει ένα όργανο του σώματός του για μεταμόσχευση ή το αίμα του για… …   Dictionary of Greek

  • ετερομεταμόσχευση — η ιατρ. η μεταμόσχευση κατά την οποία το μόσχευμα λαμβάνεται από άτομο διαφορετικού είδους, ετεροπλαστική μεταμόσχευση ή ετεροπλαστία …   Dictionary of Greek

  • μεταμοσχευτικός — ή, ό (βοτ. ζωοτ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταμόσχευση, ο σχετικός με την μεταμόσχευση …   Dictionary of Greek

  • κλωνοποίηση — Η πρωταρχική σημασία του όρου υποδηλώνει την παραγωγή απογόνων πανομοιότυπης γενετικής σύστασης με εκείνη του γονέα, μέσω της διαδικασίας της αγενούς αναπαραγωγής, δηλαδή τον τρόπο αναπαραγωγής που απαιτεί την παρουσία ενός μόνο γονέα και γίνεται …   Dictionary of Greek

  • πλαστική χειρουργική — Κλάδος της χειρουργικής, που ασχολείται με την αισθητική και λειτουργική αποκατάσταση συγγενών ή επίκτητων ανωμαλιών ή βλαβών της μορφής του σώματος. Οι αρχές της π.χ. βρίσκονται στην αρχαιότητα. Επεμβάσεις αυτού του είδους έχει αποδειχτεί ότι… …   Dictionary of Greek

  • έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… …   Dictionary of Greek

  • κέντρωμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 91 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 27 χλμ. Β της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσωπαίων του νομού Κερκύρας. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. * * * το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”